Τι πανεπιστήμιο θέλουμε

του Δημητρη Κωτσακη

αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ (23/06/2006)

Αναχρονισμός

Βλέπω γύρω μας έναν πολιτικό κόσμο που εμμένει στο παρελθόν, αποστρέφει φοβικά τη σκέψη από την πραγματική αβεβαιότητα του παρόντος, καταφεύγει σε ιδεοληπτικές βεβαιότητες για το μέλλον. Μιλώ για τον καταρρέοντα κόσμο του ύστερου φιλελευθερισμού, καθηλωμένο στις αγοραίες βεβαιότητες του νεοφιλελευθερισμού και του σοσιαλφιλελευθερισμού της τριακονταετίας που πέρασε. Δεν μιλώ για τον καταρρεύσαντα κατά την τριακονταετία αυτή κόσμο του κρατικού καπιταλισμού στη διττή του εκδοχή, όπως αυτοπροσδιορίστηκε ως "κράτος πρόνοιας" και "υπαρκτός σοσιαλισμός". Και όταν θεωρώ αναχρονισμό την εμμονή στον καταρρέοντα ύστερο φιλελευθερισμό, θεωρώ κατά μείζονα λόγο αναχρονισμό την επιστροφή στον καταρρεύσαντα κρατικό καπιταλισμό και την ιστορική του συνθήκη: το κράτος-έθνος. Οι ανατροπές που οδήγησαν στην υπέρβαση της συνθήκης αυτής είναι μη ανατάξιμες. Η κοινωνική αντίθεση προς τον καθολικά αγοραίο και κυριαρχικά ιδιωτικό χαρακτήρα της σύγχρονης οικουμενικής αστικής κοινωνίας, εφόσον δεν είναι μόνο αντίθεση προς την σύγχρονη κοινωνία αλλά είναι και σύγχρονη αντίθεση προς αυτήν, δεν γυρνάει πίσω.


Ιδιομορφία

Αναφέρομαι στην παιδεία αλλά αυτό που έχω να πω --επειδή ακριβώς είναι για την παιδεία-- χάνει το νόημά του αν αποσπαστεί από την ολότητα του κοινωνικού. Και όταν ο λόγος είναι για το πανεπιστήμιο, δεν μπορούμε να αναφερόμαστε στην παιδεία χωρίς να αναφερόμαστε στην εργασία και την πολιτεία. Οι τρεις λόγοι συντίθενται σε έναν: ποια παιδεία απαιτεί η ανάληψη της κοινωνικής ευθύνης, που διαφορίζεται εργασιακά για να ολοκληρωθεί πολιτειακά. Εδώ, όμως, υπάρχει μια ιστορική ιδιομορφία της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τις άλλες κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν εκεί η κοινωνική μεταρρύθμιση της πανεπιστημιακής παιδείας έγινε τη δεκαετία του '60 και η αντιμεταρρύθμιση τη δεκαετία του '80, εδώ έγιναν μαζί τη δεκαετία του '80. Και η ιστορική αυτή σύμπτωση δημιούργησε πολιτική σύγχυση. Γιατί ενώ ο ιστορικά καθυστερημένος "νόμος-πλαίσιο" (Ν. 1268/82) δεν ήταν --δεν θα μπορούσε να είναι-- αμιγώς μεταρρυθμιστικός, ήταν μικτά μεταρρυθμιστικός και αντιμεταρρυθμιστικός, η κοινή πολιτική συνείδηση κατέγραφε την μία μόνο πλευρά του, συγχέοντας τις δύο θεσμικές του κατευθύνσεις.

Αναθεωρήσεις

Η επικείμενη αναθεώρηση του νόμου του 1982 είναι η νομική ολοκλήρωση της αντιμεταρρυθμιστικής του πλευράς. Και για να μην αποστρέφουμε και εμείς το βλέμμα από την οχληρή πραγματικότητα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η νομική αυτή ολοκλήρωση δεν είναι παρά η νομιμοποίηση της αντιμεταρρύθμισης που έχει ήδη πραγματωθεί με την συνέργεια κυβερνήσεων και πανεπιστημιακής διοίκησης. Πρόκειται για την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Όχι τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, αυτή περιμένει τη συνταγματική αναθεώρηση. Αλλά τις συντονισμένες ενέργειες κρατικοποίησης του δημόσιου πανεπιστήμιου και λειτουργίας τού προκύπτοντος κρατικού πανεπιστήμιου με ιδιωτικά κριτήρια. Η διαδικασία της κρατικοποίησης - ιδιωτικοποίησης του δημόσιου πανεπιστήμιου, το "άδειασμα" του άρθρου 16 του Συντάγματος, είναι η πολύπλοκη και μακροχρόνια διαδικασία της σύνταξης, εφαρμογής, αναστολής, τροπολογίας, συμπλήρωσης με παράλληλα νομοθετήματα και, καταλήγοντας σήμερα, αντιμεταρρυθμιστικής ολοκλήρωσης του νόμου-πλαίσιο. Δηλαδή: Η διαδικασία των μεταβατικών διατάξεων, κατά τις οποίες η θεμελιώδης για τις πανεπιστημιακές ελευθερίες μονιμότητα του διδακτικού - ερευνητικού προσωπικού στο σύνολό του (και όχι στην κορυφή της ιεραρχίας) περιορίστηκε στους τότε υπηρετούντες και εξεγερμένους, προκειμένου να αποσπαστεί η συναίνεσή τους. Η διαδικασία των ιδιωτικού πνεύματος "ερευνητικών" και μεταπτυχιακών προγραμμάτων, με μεταβατική (ευρωπαϊκή κυρίως) χρηματοδότηση, ανακαλούμενη την κατάλληλη στιγμή για την με κάθε μέσο αναζήτηση ίδιων πόρων. Η διαδικασία κρατικής συγκέντρωσης του ελέγχου της ποιότητας και της κατεύθυνσης των παρεχόμενων εκπαιδευτικών και "ερευνητικών" προγραμμάτων --κάθε αγορά χρειάζεται αγορανομία, η αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών επιπροσθέτως απαιτεί και αυστηρό κρατικό έλεγχο. Και η διαδικασία αναστολής της συγκρότησης των σχετικών οργάνων (ΕΑΓΕ, ΕΣΑΠ), προκειμένου να εμπεδωθεί πρώτα η αγορά. Και, τέλος, οι διαδικασίες προσαρμογής της νομοθετικής κατασκευής στον κοινωνικό της χώρο και ρύθμισης της συνολικής διαδικασίας. Το ότι ο βασικός στόχος της αντιμεταρρύθμισης, στην ευρωπαϊκή της εκδοχή, δεν είναι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων αλλά η κρατικοποίηση - ιδιωτικοποίηση των δημόσιων πανεπιστημίων, φαίνεται καθαρά στο βρετανικό παράδειγμα. Εκεί, στο άντρο του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, δεν υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια~ υπάρχουν μόνο κρατικά πανεπιστήμια που λειτουργούν με ιδιωτικά κριτήρια. Οι συνθήκες βεβαίως δεν είναι ίδιες στην Βρετανία και την Ελλάδα, όπως δείχνει η σύνδεση πανεπιστημίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών. Το παράδειγμα της συνεργασίας London School of Economics και Ελληνικής Εταιρείας Διοίκησης Επιχειρήσεων είναι χαρακτηριστικό. Το θέμα παρουσιάζεται ως εξής: Τα εκτός ελληνικής επικράτειας κρατικά πανεπιστήμια μπορούν να αναπτυχθούν εντός αυτής ως ιδιωτικά. Και προς τούτο χρειάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος. Δεν εξαντλείται, βέβαια, εδώ το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αλλά αυτή η όψη, συνδεόμενη με την φοιτητική μετανάστευση, έχει ιδιαίτερη σημασία. Άλλες όψεις που έχουν ιδιαίτερη σημασία είναι οι συνδεόμενες με την Εκκλησία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η εκτός συγκεκριμένων συμφερόντων, όπως τα προηγούμενα, αναμονή ιδιωτικών πανεπιστημίων κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ θα πρέπει να ενταχθεί στη σφαίρα των ιδεοληπτικών βεβαιοτήτων για τις οποίες μίλησα στην αρχή.

Οι Ευρωπαϊκοί Χώροι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Έρευνας

Προϊόν της Γενικής Συνθήκης για το Εμπόριο των Υπηρεσιών, ο Ευρωπαϊκός Χώρος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι η μέσω της διαδικασίας της Μπολόνια συγκροτούμενη ευρωπαϊκή αγορά τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Ο χώρος περιέχει 4.000 κρατικά και ιδιωτικά ιδρύματα, από τα οποία τα πανεπιστήμια δεν είναι περισσότερα από 1.000, σύμφωνα με τα στοιχεία και τον ορισμό της Ένωσης των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων. Κατά τον ορισμό αυτόν "πανεπιστήμια" είναι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα "με πλήρη αρμοδιότητα απονομής διδακτορικών διπλωμάτων". Ανεξάρτητα από τον Ευρωπαϊκό Χώρο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης αναπτύσσεται ο Ευρωπαϊκός Χώρος Έρευνας, ως χώρος "παραγωγής καινοτομίας". Στρατηγικός στόχος της διαδικασίας της Μπολόνια είναι η σύνδεση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με την παραγωγή --την παραγωγή εν γένει και την σχετική προς αυτήν παραγωγή καινοτομίας. Στην αρχική διακήρυξη ορίζεται ότι και οι δύο προβλεπόμενοι κύκλοι σπουδών "θα είναι σχετικοί με την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας". Ενώ στη σύνοδο του Βερολίνου οι υπουργοί, "συνειδητοποιώντας την ανάγκη να προωθηθούν στενότεροι δεσμοί ανάμεσα στους Ευρωπαϊκούς Χώρους Εκπαίδευσης και Έρευνας", θεώρησαν αναγκαίο "να προχωρήσουν πέρα από τον εστιασμό της ανώτερης εκπαίδευσης σε δύο κύκλους σπουδών και να εντάξουν στην διαδικασία της Μπολόνια το διδακτορικό ως τον τρίτο κύκλο". Δηλαδή, θεώρησαν αναγκαία την ένταξη και της τρίτης βαθμίδας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην αγορά.
"Το πανεπιστήμιο που θέλουμε", για να επιστρέψουμε στο θέμα της σημερινής συζήτησης, δεν είναι το ίδρυμα αυτό --κρατικό ή ιδιωτικό, η διαφορά δεν έχει σημασία-- που κατά την νεοφιλελεύθερη συνθήκη προσφέρει στην αγορά την πλήρη σειρά των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών υπηρεσιών: πτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών. Αυτό είναι το "πανεπιστήμιο" που έχουμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το πανεπιστήμιο που θέλουμε είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο.

Το δημόσιο πανεπιστήμιο

Το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι ούτε κρατικό ούτε ιδιωτικό. Είναι μια αυτόνομη αρχή με δημόσιο χαρακτήρα. Στις μέρες μας, οι καταστατικές του αρχές παρουσιάστηκαν στην άλλη Μπολόνια: όχι την κυβερνητική του 1999, τη Μπολόνια της διακήρυξης του "Ευρωπαϊκού Χώρου της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης"~ αλλά την πανεπιστημιακή του 1988, τη Μπολόνια της χάρτας των "θεμελιωδών αρχών του πανεπιστήμιου", της "Magna Charta Universitatum". Οι αρχές του δημόσιου πανεπιστήμιου, που εμπεριέχονται στις δύο πρώτες από τις τέσσερις αρχές της χάρτας, είναι κατ' ουσίαν οι εξής. Πρώτον: Το πανεπιστήμιο είναι αυτόνομος θεσμός. Η πανεπιστημιακή έρευνα και διδασκαλία είναι ηθικά και πνευματικά ανεξάρτητες από τις πολιτειακές αρχές (all political authority στην αγγλική εκδοχή της χάρτας) και την οικονομική εξουσία (economic power). Δεύτερον: Η έρευνα και η διδασκαλία στο πανεπιστήμιο είναι αδιαχώριστες. Οι δύο αρχές, η πανεπιστημιακή αυτονομία και το αδιαίρετο διδασκαλίας - έρευνας, είναι συμπληρωματικές. Η αυτονομία του πανεπιστήμιου θεμελιώνεται στον ερευνητικό χαρακτήρα του έργο του. Είναι φανερό ότι η μια Μπολόνια αντιτίθεται στην άλλη, ότι ο συγκερασμός των δύο στην διακήρυξη του '99, η οποία καλωσορίζει την χάρτα του '88 και την κατ' αυτήν αυτονομία του πανεπιστήμιου και ανεξαρτησία του έργου του, είναι υποκριτικός. Εκτός αν υπονοεί μια σεβαστή από την νεοφιλελεύθερη συνθήκη απόλυτη ανεξαρτησία του πανεπιστημιακού έργου από τις πολιτειακές αρχές, της οικονομικής ανεξαρτησίας συμπεριλαμβανομένης, η οποία καθιστά άνευ πρακτικής αξίας τη δήλωση ανεξαρτησίας από την οικονομική εξουσία. Αλλά αυτό αποκλείεται από την τρίτη αρχή της χάρτας, η οποία προβλέπει ότι "οι κυβερνήσεις και τα πανεπιστήμια, το καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, πρέπει να εξασφαλίζουν την ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία". Γιατί αυτό συνεπάγεται, σε ό,τι αφορά τις κυβερνητικές δυνατότητες, την απαίτηση επαρκούς κρατικής χρηματοδότησης. Ο συγκερασμός, λοιπόν, είναι υποκριτικός. Αλλά η πολιτική υποκρισία είναι υπόκλιση στη δύναμη του αντιπάλου. Η διακήρυξη του '99 φοβάται τη χάρτα του '88, και καλά κάνει. Η ανεξαρτησία από την οικονομική εξουσία, ως ανεξαρτησία της έρευνας και της διδασκαλίας, είναι αξίωση των διδασκόντων - ερευνητών, ηθική και πνευματική κυρίως. Ως ανεξαρτησία των σπουδών όμως, είναι --από εδώ πηγάζει ο μεγαλύτερος φόβος-- αξίωση των φοιτητών, ηθική και πνευματική επίσης, αλλά και οικονομική. Γιατί ενώ οι πρώτοι πληρώνονται κατά την εξάρτησή τους από την οικονομική εξουσία, οι δεύτεροι πληρώνουν. Και είναι αδιαχώριστες οι δύο αξιώσεις στο σύγχρονο πανεπιστήμιο --αυτό ισχυροποιεί τον φόβο. Γιατί στο σύγχρονο πανεπιστήμιο η ελευθερία της διδασκαλίας συμπληρώνεται από την ελευθερία των σπουδών. Η ανεξαρτησία του έργου του ορίζεται από την διπλή διαλεκτική: ελευθερία έρευνας - διδασκαλίας, ελευθερία διδασκαλίας - σπουδών. Αυτή είναι η κληρονομιά της δεκαετίας του '60 την οποία η δεκαετία του '80 δεν ανέτρεψε~ την μετέτρεψε προσαρμόζοντάς την στην αγορά.

Το κοινωνικό πανεπιστήμιο

Ο συνταγματικός όρος "ακαδημαϊκή ελευθερία", ο οποίος αναφέρεται στην ανεξαρτησία της έρευνας και της διδασκαλίας στον χώρο του πανεπιστήμιου, συγχέεται συνήθως --γεγονός που δεν στερείται σκοπιμότητας-- με τον όρο "ακαδημαϊσμός", ο οποίος αναφέρεται στην απόσπαση της πανεπιστημιακής ζωής από την οικονομική και πολιτική ζωή. Αλλά ανεξαρτησία του πανεπιστημιακού έργου και ακαδημαϊσμός δεν συμπίπτουν στον σύγχρονο κόσμο. Η σημερινή ανεξαρτησία της έρευνας, της διδασκαλίας και των σπουδών από την πολιτική και την οικονομική εξουσία δεν προϋποθέτει απόσπαση από την κοινωνική ζωή. Αντιθέτως, προϋποθέτει την πλήρη συμμετοχή σε αυτήν. Οι πανεπιστημιακές σπουδές, επαναλαμβάνω αυτό που είπα στην αρχή, είναι η προετοιμασία για την ανάληψη της κοινωνικής ευθύνης, που διαφορίζεται εργασιακά για να ολοκληρωθεί πολιτειακά. Είναι αυτή ακριβώς η πληρότητα της συμμετοχής στην κοινωνική ζωή --η πλήρης αντίθεση στον ακαδημαϊσμό-- που απαιτεί την ανεξαρτησία της σύγχρονης πανεπιστημιακής λειτουργίας τόσο από τις αρχές και την πολιτική τους εξουσία όσο και από την συμπληρωματική προς αυτήν οικονομική εξουσία. Ο ακαδημαϊσμός στην ιστορική του διαδρομή ανάμεσα στις επιστήμες --χρησιμοποιώ τον όρο με την ευρύτερη έννοια της επιστήμης και τέχνης-- συγκροτείται μέσω της διάσπασης της πράξης σε θεωρία και πρακτική και την υπαγωγή της πρακτικής στη θεωρία. Οι έννοιες κλειδιά στην κατανόηση του ακαδημαϊσμού είναι η αυθεντία στην θεωρητική του διάσταση και η μίμηση στην πρακτική. Αυτή είναι η βάση της ακαδημαϊκής απόσπασης της πανεπιστημιακής ζωής --μιας θεωρητικής ζωής, στο πνεύμα του ακαδημαϊσμού-- από την οικονομική και πολιτική ζωή --μια ζωή πρακτική, στο ίδιο πνεύμα. Και, κατ' επέκταση, της ακαδημαϊκής απαίτησης για ανεξαρτησία από την οικονομική και την πολιτική εξουσία. Αντίθεση στον ακαδημαϊσμό σημαίνει ανοιχτή πραξιακή σύνθεση της θεωρίας και της πρακτικής. Το '60 έδωσε στον ακαδημαϊσμό ένα κοινωνικό τέλος. Το '80 έδωσε στο τέλος του ακαδημαϊσμού ένα αγοραίο σχήμα. Τίποτε δεν προοιωνίζεται την αναγέννησή του, ο ακαδημαϊσμός ανήκει πλέον στην ιστορία.
Θέλουμε λοιπόν το σύγχρονο πανεπιστήμιο να είναι αυτόνομο αλλά όχι ακαδημαϊκό. Θέλουμε να είναι κοινωνικό. Η θέση συνοψίζεται στο εξής: Το σύγχρονο δημόσιο πανεπιστήμιο είναι ένα κοινωνικό πανεπιστήμιο, το έργο του οποίου είναι ανεξάρτητο από τις πολιτειακές αρχές και την οικονομική εξουσία. Ο κοινωνικός χαρακτήρας του δημόσιου πανεπιστήμιου είναι αυτός που δίνει το περιεχόμενο στις τέσσερις θεμελιώδεις θεσμικές εγγυήσεις της ανεξαρτησίας του έργου του. Πρώτον: Η επιστημονική έρευνα, η διδασκαλία και οι σπουδές στο πανεπιστήμιο είναι ελεύθερες. Η διασφάλισή της ελευθερίας τους αποτελεί θεσμική και οικονομική υποχρέωση της πολιτείας. Δεύτερον: Οι πανεπιστημιακοί ερευνητές - δάσκαλοι είναι δημόσιοι λειτουργοί. Τρίτον: Όλοι έχουν δικαίωμα δωρεάν σπουδών στο πανεπιστήμιο. Οι φοιτητές είναι ισότιμοι εταίροι στην πανεπιστημιακή διοίκηση. Τέταρτον: Στον χώρο του πανεπιστήμιου απαγορεύεται η επέμβαση της δημόσιας δύναμης χωρίς την πρόσκληση ή την άδεια των πανεπιστημιακών αρχών.

Αρχίζουμε από την αρχή

Τίποτε δεν είναι δεδομένο σήμερα εκτός από τις αρχές του δημόσιου κοινωνικού πανεπιστήμιου και την κοινωνική δυναμική που τις αξιώνει. Αρχίζουμε, λοιπόν, από την αρχή. Σε ό,τι αφορά τους νόμους, αρχίζουμε με την άρνηση κάθε αλλαγής που αντιστρατεύεται τον δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα του πανεπιστήμιου σε κρατική ή ιδιωτική κατεύθυνση~ και συνεχίζουμε με προτάσεις διατάξεων που τον στηρίζουν. Αλλά η κρίσιμη μάχη δεν θα δοθεί στους νόμους. Οι νόμοι θεσμοθετούν την πανεπιστημιακή ζωή και το ζητούμενο σήμερα είναι αυτή η ίδια η πανεπιστημιακή ζωή. Εδώ θα σταματήσω. Αν συμφωνούμε ότι στο πνεύμα του δημόσιου πανεπιστήμιου η πανεπιστημιακή διδασκαλία και η έρευνα είναι αδιαίρετες και ότι στο πνεύμα του κοινωνικού πανεπιστήμιου η ελευθερία της έρευνας - διδασκαλίας δεν έχει άλλο ηθικό και πνευματικό όριο εκτός από την κοινωνική ανάγκη και την ελευθερία των σπουδών, θα πρέπει να συνεχίσουμε συζητώντας τη διδακτική σχέση και το περιεχόμενο της διδασκαλίας.
_____________________________________________________________
Ο Δημήτρης Κωτσάκης διδάσκει στο ΑΠΘ. Το κείμενο αποτελεί παρέμβαση στη συζήτηση με θέμα "Το πανεπιστήμιο που θέλουμε", την οποία οργάνωσε ο ΕΣΔΕΠ-ΑΠΘ στις 8 Ιουνίου 2006.|

Print this post
 

Free Blog Counter