Δώστε μας τα λεφτά και μετά τα ξαναλέμε

του Andrea Fumagalli

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Liberazione 8/4/2008

Οι μετασχηματισμοί της αγοράς εργασίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν καταστήσει ολοένα και περισσότερο πιεστικό τον συνθετικό επαναορισμό και την εκ νέου άρθρωση των πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας (welfare). Αυτό το ζήτημα δεν προκαλούσε πάντα το ενδιαφέρον που αρμόζει στην οικονομική σκέψη της αριστεράς και στην εναλλακτική οικονομική σκέψη και, όταν αυτό συνέβαινε, αυτή ενδιαφέρονταν για συγκεκριμένα ζητήματα όπως, η κριτική στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών ή η αναγκαιότητα να εισαχθεί ένα ελάχιστο εισόδημα. Το κύριο αίτιο αυτής της έλλειψης νομίζω ότι μπορεί να εντοπισθεί στο ότι η αναλυτική ανάγνωση των τρεχόντων δομικών μετασχηματισμών δεν είναι ακόμα επαρκώς κατάλληλη για τις νέες ανάγκες και τις νέες απαιτήσεις που προέκυψαν μετά την κρίση του φορντικού παραδείγματος.


Κατά δεύτερο λόγο, είναι ακόμα στο απόγειο της στην Ιταλία, όπως καλά αποτυπώνεται στην μίζερη εκλογική αντιπαράθεση που διανύουμε, η ιδέα ότι οι πολιτικές για την εργασία είναι αποσυνδεδεμένες από τις πολιτικές για την κοινωνική πρόνοια. Το πρωτόκολλο της 23ης του περασμένου Ιουνίου αποτελεί μια τελευταία επιβεβαίωση της ιδέας αυτής και σηματοδοτεί την εισαγωγή στην Ιταλία της έννοιας του “workfare”, δηλαδή της ιδέας ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι εγγυημένες μόνο σε όποιον μπορεί να τις πληρώσει με τον ιδρώτα του προσώπου του. Η εργασία δίνει εντολές στην κοινωνική πρόνοια.

Είναι λοιπόν όλο και πιο αναγκαίο και πιεστικό να εισάγουμε μια νέα ιδέα κοινωνικής πρόνοιας, μια ιδέα που να μπορεί να αντιμετωπίσει τα δύο κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν την παρούσα καπιταλιστική φάση στις χώρες που αποκαλούνται “δυτικές”:
* την επισφάλεια,
* την δημιουργία πλούτου που προκύπτει από την κοινωνική συνεργασία και από την δικτυακή παραγωγή, που θεμελιώνεται στην επικοινωνία και τη διάχυση της γνώσης.
Σε σχέση με το πρώτο σημείο, ο κόσμος της εργασίας φαίνεται όλο και πιο θρυμματισμένος, όχι μόνο από μια νομική σκοπιά, αλλά κυρίως από την ποιοτική – υποκειμενική σκοπιά. Η μορφή του μισθωτού βιομηχανικού εργαζόμενου αναδύεται σε πολλά μέρη του κόσμου αλλά παρακμάζει με μη αντιστρεπτούς τρόπους στις δυτικές χώρες προς όφελος μίας ποικιλόσχημης πολλαπλότητας μορφών, άτυπων και επισφαλών, εξαρτημένων, παρα-υποτελών και αυτόνομων, των οποίων η οργανωτική ικανότητα και η ικανότητα εκπροσώπησης παρεμποδίζεται όλο και περισσότερο από την υπερίσχυση της ατομικής σύμβασης εργασίας και από την ανικανότητα προσαρμογής των φορντικών συνδικαλιστικών δομών. Η ατομική σύμβαση διαδίδεται λόγω της νέας φύσης της εργασιακής απασχόλησης, που όλο και λιγότερο έχει να κάνει με μία “μηχανή” από την οποία εξαρτάται, ενώ όλο και περισσότερο στηρίζεται στις ατομικές γνωσιακές, σχεσιακές και γλωσσικές ικανότητες ( και δεν υπάρχει τίποτα πιο ατομικό από ένα λεξιλόγιο, καίτοι τυποποιημένο). Η εξέχουσα θέση της ατομικής σύμβασης εργασίας σε σχέση με την αντίστοιχη συλλογική αποστερεί την ικανότητα εκπροσώπησης από τις παραδοσιακές συνδικαλιστικές δυνάμεις. Η προσπάθεια να ανακτηθεί αυτή η ικανότητα μέσω στρατηγικών συνδιαχείρισης έχει δείξει όλα της τα όρια - μέχρι του να μετουσιώνεται ο ρόλος του συνδικάτου από δύναμη ικανή να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα της εργασίας σε θεσμό ελέγχου και υποχείριο των επιχειρηματικών συμφερόντων κάτω από την ομπρέλα των οικονομικών συμβατοτήτων που υπαγορεύονται από τη νέα διεθνή οικονομική ιεραρχία.
Σε σχέση με το δεύτερο σημείο, η παραγωγή του πλούτου δεν θεμελιώνεται μόνο και αποκλειστικά στην υλική παραγωγή. Η ύπαρξη οικονομιών μάθησης (που παράγουν γνώση) και οικονομιών δικτύου (που επιτρέπουν τη διάχυση, σε διαφορετικό επίπεδο) αντιπροσωπεύουν σήμερα τις μεταβλητές που βρίσκονται στην προέλευση της αύξησης της παραγωγικότητας: μια παραγωγικότητα που όλο και περισσότερο προκύπτει από την εκμετάλλευση των κοινών αγαθών που προέρχονται από την κοινωνική φύση του ανθρώπινου είδους (όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η γνώση, ο χώρος, η σχεσιακότητα, κλπ.) και που γι αυτό μορφοποιείται ως αποτέλεσμα κοινωνικής “συνεργασίας”, που είναι, λίγο ως πολύ, προκαλούμενη εξωτερικά ή συναινετική.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, σε αυτό το πλαίσιο, μία παρέμβαση κοινωνικής πρόνοιας θα πρέπει να ξέρει να απαντήσει στο πάρε-δώσε που ρυθμίζει με τρόπο ασταθή την διαδικασία συσσώρευσης που είναι εγγενής στο σύγχρονο καπιταλισμό: την αντιφατική σχέση ανάμεσα στην επισφάλεια και την κοινωνική συνεργασία. Πιο συγκεκριμένα, έχει να κάνει, από τη μία πλευρά, με την αμοιβή της κοινωνικής συνεργασίας, και από την άλλη, με την υποστήριξη της κοινωνικής παραγωγής.

Αμοιβή της κοινωνικής συνεργασίας σημαίνει εγγύηση της συνέχειας του ατομικού εισοδήματος, χωρίς προϋποθέσεις, για όλους εκείνους που εργάζονται στο περιθώριο αφήνοντας στην άκρη το επαγγελματικό και πολιτειακό status τους. Επειδή η κοινωνική συνεργασία πάει πολύ πέρα από την εργασιακή απασχόληση που συνήθως αναγνωρίζεται και πιστοποιείται, και τείνει να ταυτίζεται με την ίδια την ύπαρξη, η αμοιβή της κοινωνικής συνεργασίας αποδίδεται από τον μισθό που συνήθως το αντιλαμβανόμαστε περισσότερο ως βασικό εισόδημα (basic income): αυτό το βασικό εισόδημα πρέπει να κατανοηθεί ως ένα είδος νομισματικής ανταμοιβής (δηλαδή ως αμοιβή) της ατομικής παραγωγικότητας στην κοινωνία και όχι ως μία απλή φιλανθρωπική παρέμβαση. Αυτό το μέτρο πρέπει να συνοδεύεται από την εισαγωγή του μισθού ελάχιστου χρόνου, έτσι ώστε να αποφευχθεί το αποτέλεσμα που μπορεί να δημιουργηθεί με την αντικατάσταση του βασικού εισόδημα με τον ίδιο το μισθό, προς όφελος της επιχείρησης και ζημία του εργαζόμενου. Επιπλέον, αυτό το βασικό εισόδημα, εισαγόμενο με βαθμιαίο τρόπο πέραν από την επαγγελματική κατάσταση των ατόμων, και χωρίς να υπόκειται σε οποιοδήποτε μέτρο ελέγχου και συνθηκοποίησης, δεν είναι μόνο ένα μέτρο κοινωνικής πρόνοιας, αλλά ενόσω στοιχείο αμοιβής, είναι επίσης και μέτρο παρέμβασης στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Έτσι, μικραίνει η διάκριση ανάμεσα σε πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας και σε πολιτικές για την εργασία φορντικής προέλευσης, που ήταν αρκετά αγαπημένες και στην προηγούμενη κυβέρνηση της κεντρο-αριστεράς. Η εγγύηση ενός εισοδήματος με την παρουσία ενός ελάχιστου μισθού επιτρέπει, πράγματι, το πλάτεμα των δυνατοτήτων επιλογής στον ορισμό της ατομικής προσφοράς εργασίας και γι αυτό την άμεση παρέμβαση στις συνθήκες εργασίας. Η δυνατότητα της άρνησης της καπιταλιστικής εργασίας ανοίγει προοπτικές απελευθέρωσης που πάνε πολύ πέραν του απλού αναδιανεμητικού μέτρου που συνήθως κατανοείται (και κριτικάρεται) το βασικό εισόδημα.
Με άλλα λόγια, αυτός που σκέφτεται ότι η πρόταση του βασικού εσόδου είναι για να συμπεριληφθεί στις ανακουφιστικές παρεμβάσεις (πιθανόν επενδυμένη από την βελτρόνια καλοσύνη), έχει κατανοήσει πολύ λίγα από τις τρέχουσες δυναμικές της καπιταλιστικής αξιοποίησης. Όμως ακόμα και εκείνος που σκέφτεται ότι το βασικό εισόδημα δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη σχέση κεφαλαίου – εργασίας και ότι είναι μόνο ένα απλό ρεφορμιστικό μέτρο αναδιανεμητικού τύπου, έχει παραμείνει αγκυρωμένος σε μία νοσταλγική ανάμνηση της κεντρικότητας της υλικής εργασίας που είναι ακόμα απόφυση της μηχανής.

Γι αυτό: δώστε μας τα λεφτά, και μετά τα ξαναλέμε!

Print this post
 

Free Blog Counter